- μεσοπύργιον
- μεσοπύργιον, τὸ (Α)το τείχος μεταξύ δύο πύργων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + πύργος (πρβλ. προ-πύργιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοπύργιον — wall between two towers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπυργίοις — μεσοπύργιον wall between two towers neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπυργίου — μεσοπύργιον wall between two towers neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπυργίων — μεσοπύργιον wall between two towers neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπυργίῳ — μεσοπύργιον wall between two towers neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπύργια — μεσοπύργιον wall between two towers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek